25. Καλαρρύτες - Περιστέρι - Χαλίκι
Το ημερήσιο τμήμα διασχίζει τα υψίπεδα του όρους Περιστέρι (Λάκμος) και συνδέει τα χωριά των Ιωαννίνων, Καλαρρύτες και Συρράκο (Δήμος βορείων Τζουμέρκων) με το Χαλίκι του Ασπροποτάμου στα όρια του Νομού Τρικάλων.
17.9
km

To τμήμα έχει μέτρια ως καλή βατότητα και εκκρεμότητες στη σήμανση, αν κατεβάσετε κι ακολουθήσετε το ίχνος της διαδρομής δεν θα δυσκολευτείτε να ολοκληρώσετε την ημερήσια διάσχιση.
Η παράγραφος θα συμπληρωθεί σύντομα.
ΚΑΛΑΡΡΥΤΕΣ
Γεωγραφικά & Ιστορικά στοιχεία
Οι Καλαρρύτες είναι χωριό του Νομού Ιωαννίνων, χτισμένοι σε υψόμετρο 1200 μ. στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, και απέχει 56 χλμ. από την πόλη των Ιωαννίνων.
Εντάσσονται γεωγραφικά στην περιοχή του Λάκμου των Τζουμέρκων. Το κύριο στοιχείο της περιοχής είναι οι ορεινοί όγκοι που περιβάλλουν την κοινότητα, δηλαδή του Περιστερίου (Λάκμος) 2295 μ. και των Τζουμέρκων (Αθαμανικά όρη) 2429 μ.
Οι Καλαρρύτες είναι χωριό με πλούσια ιστορική και πολιτισμική πορεία.
Καθώς η περιοχή πάντα αποτελούσε δίοδο επικοινωνίας με τη Θεσσαλία, κατοικήθηκε από τους αρχαίους χρόνους, με τα αρχαιολογικά ευρήματα να μαρτυρούν κατοίκηση από την εποχή του χαλκού. Στην θέση ΑΒΑΤΟΣ, που βρίσκεται Β.Α. του χωριού, έχουν βρεθεί λείψανα τείχους αρχαίας μικρής πόλης όπου διακρίνονται επίσης μια πύλη και πύργος. Πιθανολογείται ότι πρόκειται για την αρχαία πόλη της Αθαμανίας Άκανθα/ος, ενώ κατ' άλλους πρόκειται για φυλάκιο ελέγχου της διάβασης.
Έξω από το τείχος βρίσκεται συλημένο νεκροταφείο με κιβωτιόσχημους τάφους, γεγονός που δείχνει μόνιμη εγκατάσταση ανθρώπων με οικονομικές, κοινωνικές και θρησκευτικές δραστηριότητες. Στο ψηλότερο σημείο του Άβατου σώζεται μικρή ωοειδής δεξαμενή. Το 1917 βρέθηκε χάλκινο άγαλμα βοός, ενώ παραδόθηκε χέρι χάλκινου ειδωλίου στο αρχαιολογικό μουσείο Ιωαννίνων.
Την εποχή του Βυζαντίου η περιοχή συντηρεί ημιμόνιμους πληθυσμούς ελληνόφωνων Βλάχων, ενώ μόνιμη εγκατάσταση χρονολογείται από το 1480 όπου και ανεγείρεται ο ναός του Αγίου Νικολάου
Η σημαντική θέση και τα πλούσια βοσκοτόπια καθορίζουν τον κτηνοτροφικό χαρακτήρα της περιοχής. Υπάρχουν ενδείξεις ότι Βλάχοι υπήρχαν εγκατεστημένοι σε σταθερούς οικισμούς, συνδεδεμένοι με την αγροτοκτηνοτροφική ζωή και ενταγμένοι στη Βυζαντινή οικονομική διάρθρωση, από τον 12ο και 13ο αιώνα.
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας ο πληθυσμός αυξάνεται με βλαχόφωνους που καταφεύγουν εκεί για να διασωθούν από την τουρκική καταδίωξη, από πολλές περιοχές της Ηπείρου και από τη Θεσσαλία.
Ως τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1204 – 1430) αλλά και αργότερα, παρά την υποταγή των Ιωαννίνων στους Τούρκους το 1430, οι Καλαρρύτες θα παραμείνουν ως ανεξάρτητος πυρήνας μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία ως το 1478. Δύο ήταν οι λόγοι που προτίμησαν την ειρηνική συνθηκολόγηση, αφενός η ανάγκη μετακίνησης, λόγω της νομαδικής ζωής, σε νοτιότερα μέρη και αφετέρου η στρατηγική θέση των δύο οικισμών, Καλαρρυτών και Συρράκου, γεγονός που επέβαλλε ενιαία μεταχείριση εκ μέρους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Αφού τέθηκαν υπό την προστασία της Βαλιδέ Σουλτάνας (βασιλομήτορος) τους χορηγούνταν προνόμια, όπως αυτοδιοίκηση και ετήσια μερική φοροαπαλλαγή. Η προνομιακή αυτή μεταχείριση περιορίζει ως ένα βαθμό τις αυθαιρεσίες της Οθωμανικής διοίκησης, που ασκεί μόνο επίβλεψη μέσω του Τούρκου αξιωματούχου της περιοχής, του σούμπαση. Όμως λέγεται ότι δεν αποφεύγουν το 1560 το παιδομάζωμα.
Κύριο χαρακτηριστικό της ιστορίας των Καλαρρυτών είναι και οι στενές σχέσεις της κοινότητας με τον Αλή πασά. Ο Αλή διατηρεί στενότατους δεσμούς με τους προεστούς των Καλαρρυτών και ανοίγει τον πρώτο δρόμο από τα Ιωάννινα προς το χωριό, όπου και παραθέριζε. Είναι όμως και αυτός που από το 1803 καταργεί τα προνόμια όλων των όμορων βλαχόφωνων κοινοτήτων.
Τμήμα του πληθυσμού, που δεν έχει οικονομικά κεφάλαια για να ασχοληθεί με το εμπόριο, ασχολείται με την ασημουργία. Οι Καλαρρύτες γίνονται ένα από τα σπουδαία κέντρα κατασκευής προϊόντων αργυροχοΐας και στα εργαστήρια τους κατασκευάζονται τα περιφημότερα ασημουργικά εκκλησιαστικά και κοσμικά καλλιτεχνήματα του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα. Πολλοί από αυτούς, που αποκαλούνται συνήθως χρυσικοί, γίνονται και πλανόδιοι τεχνίτες και έτσι εξαπλώνουν την τέχνη τους στη Βαλκανική, Μικρά Ασία, Αίγυπτο, Ιταλία και Αυστρία. Πολλοί μάλιστα εγκαθίστανται, κυρίως στα Επτάνησα και την Ιταλία πριν και μετά το 1821, λειτουργώντας μεγάλους οίκους αργυροχοΐας μέχρι και σήμερα.
Η οικονομική, πολιτιστική και οικιστική ανάπτυξη της κοινότητας συμβαδίζει με την πνευματική με τον απόηχο του ελληνικού διαφωτισμού να φθάνει μέχρι εδώ. Σχολείο λειτουργεί στο χωριό από το 1758, ενώ ο Κοσμάς ο Αιτωλός, στο πλαίσιο των περιοδειών του (1770-1779) επισκέπτεται δυο φορές τους Καλαρρύτες.
Στους λόγους του επιμένει για σύσταση σχολείων και την εδραίωση της ελληνικής γλώσσας ανάμεσα στους βλαχόφωνους Έλληνες της περιοχής. Οι λόγοι του έχουν μεγάλη απήχηση και οι κάτοικοι διαθέτουν χρήματα αλλά και προσωπικά χρυσαφικά για την ίδρυση σχολείων στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο.
Η οικονομική ανάπτυξη είναι και η αιτία της διαμόρφωσης μιας κοινωνικής διαστρωμάτωσης με σαφή κοινωνικά και οικονομικά όρια, η οποία παράλληλα έχει εφαρμογή στα ήθη και έθιμα. Η οικονομική ευμάρεια του τόπου προάγει την πληθυσμιακή πύκνωση και σύμφωνα με απογραφή του 1820, οι μόνιμοι κάτοικοι των Καλαρρυτών ανέρχονται στους 3.000. Αριθμός σημαντικός αν σκεφτεί κανείς την ερήμωση που υφίστανται άλλες κοινότητες εκείνη την εποχή.
Αυτή η ακμάζουσα πορεία ανακόπτεται τον Ιούλιο του 1821, όταν τα χωριά των Καλαρρυτών και του Συρράκου αλώνονται από τους Τουρκους και τους Αλβανούς των Ιμπραήμ Πρεμέτη και Χουρσίτ πασά.
Η συμμετοχή στην επανάσταση που έχει ξεκινήσει, κοστίζει ακριβά στις κοινότητες, καθώς οι κάτοικοι αναγκάζονται να τις εγκαταλείψουν μαζικά. Οι Οθωμανοί επιλέγουν το πλιάτσικο από το κυνήγι, δίνοντας έτσι χρόνο στους κατοίκους να διαφύγουν. Τα χωριά όμως καταστρέφονται ολοσχερώς.
Οι πρόσφυγες και θα καταφύγουν σε παραπλήσια μέρη όπως στη Ζάκυνθο, όπου στα τέλη του 18ου αιώνα είχαν ήδη μεταναστεύσει αρκετοί από αυτούς. Άλλοι θα καταφύγουν στο Μεσολόγγι όπου θα συμμετάσχουν στην έξοδο του Μεσολογγίου, στην Αιτωλοακαρνανία, την Αθήνα, τη Χαλκίδα, την Κέρκυρα, ακόμα και στην Αγκόνα όπου η εκεί Ελληνική παροικία, θα τους προσφέρει από το κοινό της ταμείο οικονομική βοήθεια και περίθαλψη.
Οι Καλαρρύτες γνωρίζουν πρωτοφανή ερήμωση, αφού στις παραμονές του 1821 αριθμούσαν περίπου 500 οικογένειες και στην απογραφή του 1831 παρουσιάζονται μόνο 26 από αυτές, οι περισσότερες από τις οποίες είναι φτωχές και χειροβίωτες. Οι δύο διαταγές (μπουγιουρντί) που εκδόθηκαν το 1822 και το 1826 (σώζονται στο αρχείο της κοινότητας) για αμνηστία και ασφαλή επιστροφή των κατοίκων, δεν στάθηκαν ικανές να αποτινάξουν τον φόβο. Ο μικρός αριθμός των οικογενειών που επανακάμπτει κάνει μια νέα αρχή. Η ανασυγκρότηση γίνεται με δυσκολία και αργούς ρυθμούς. Ωστόσο το 1828 έχουμε την έναρξη λειτουργίας σχολείου.
Καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του 19ου αιώνα η βιοτεχνική δραστηριότητα ακολουθεί πτωτική πορεία με μειωμένη παραγωγή σε ότι έχει σχέση με κατεργασία χρυσού και αργύρου, της κεντητικής και υφαντικής μάλλινων ειδών, με αποτέλεσμα την ανατροπή των παραδοσιακών κέντρων πρωτοβιομηχανικής παραγωγής.
Τα βοσκοτόπια, μόνιμη και διαχρονική αξία του τόπου, γίνεται η αιτία που οι κτηνοτρόφοι αρχίζουν και οδηγούνται ξανά στην ορεινή κοινότητά τους. Συνεχίζουν το αέναο ταξίδι τους ανάμεσα στα θερινά και χειμερινά βοσκοτόπια της Ηπείρου και της Θεσσαλίας και ζουν από την πώληση των γαλακτοκομικών προϊόντων, των δερμάτων, του μαλλιού και του κρέατος των ζώων. Πολλοί βρίσκουν εργασία στον τόπο της εποχικής μετανάστευσης και μένουν μόνιμα εκεί.
Στην κοινότητα επικρατεί πλέον η κτηνοτροφική οικονομία, ενώ η γεωργία αποτελεί συμπληρωματική απασχόληση για πολλούς κατοίκους.
Από το 1870 και έπειτα διαπιστώνεται οικιστική ανάκαμψη, ως αποτέλεσμα της οικονομικής ανόδου αλλά και της εξοικονόμησης χρημάτων στους τόπους μετανάστευσης.
Μετά την προσάρτηση στο Ελληνικό κράτος το 1881, οι Καλαρρύτες μαζί με το Ματσούκι γίνονται ένας από τους τέσσερις δήμους της επαρχίας Τζουμέρκων και διοικητικό κέντρο με ειρηνοδικείο Α’ τάξης, αστυνομικό σταθμό, υποτελωνείο και ταχυδρομική επιστασία.
Στον πόλεμο του 1940-41 και την γερμανική κατοχή οι Καλαρρύτες πληρώνουν με πολλές ανθρώπινες απώλειες, με οικονομικές και οικιστικές καταστροφές, όπως άλλωστε όλα τα χωριά της περιοχής. Οι κατακτητές πυρπολούν και βομβαρδίζουν σπίτια. Τότε πυρπολήθηκε και η εκκλησία της Αγίας Τριάδος. Στην Αντίσταση και τον εμφύλιο που διεξάγονται στα χωριά των Τζουμέρκων οι Καλαρρύτες συμμετέχουν ενεργά και γίνονται αποδέκτες των συνεπειών τους.
Αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από την πρόσκαιρη αύξηση του πληθυσμού, αφού πολλοί είναι εκείνοι που από τα αστικά κέντρα καταφεύγουν εκεί, για να αποφύγουν τις συνέπειες του πολέμου και της κατοχής.
Όμως στη δεκαετία 1950-60 οι ελάχιστοι οικονομικοί πόροι δεν επιτρέπουν την επιβίωση των κατοίκων στην ορεινή περιοχή τους. Το δεύτερο κύμα αστυφιλίας και μετανάστευσης είναι αναπόφευκτο και αφήνει την κοινότητα με ελάχιστους κατοίκους που ασχολούνται με την κτηνοτροφία. Το σχολείο, μη έχοντας μαθητές κλείνει οριστικά το 198O.
Διαμονή: καταλύματα εντός οικισμού
Διατροφή: ταβέρνες στην πλατεία του χωριού
Συγκοινωνία: Όχι
Μετακινήσεις: Όχι
Φωτογραφίες
























