Γραμμένη Οξυά
Η Γραμμένη Οξυά είναι ορεινό χωριό που βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο της πρώην επαρχίας Ναυπακτίας του Νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται κτισμένη σε υψόμετρο 1.160 μέτρων, στις βορειοδυτικές πλαγιές των Βαρδουσίων και είναι ένα από τα ορεινότερα χωριά της Αιτωλοακαρνανίας και της Ελλάδας. Ανήκει στον Δήμο Ναυπακτίας και έχει πληθυσμό 291 κατοίκους.
Με το ίδιο όνομα ορίζεται και ο εκτεταμένος ορεινός όγκος που περιβάλει το χωριό, στα σύνορα των νομών Αιτωλοακαρνανίας, Φθιώτιδας και Ευρυτανίας, ο οποίος περιβάλλεται από ταΒαρδούσια και τη Γκιώνα στα νοτιοανατολικά, το Βελούχι (Τυμφρηστό) στα βόρεια και την Καλιακούδα στα δυτικά.
Το βουνό πήρε το όνομά του από το δέντρο Οξυά που φύεται εκεί και το δάσος που φιλοξενείται στις πλαγιές του αποτελεί το νοτιότερο δάσος οξυάς στην Ευρώπη.
Η ψηλότερη κορυφή του, η Σαράνταινα, έχει υψόμετρο 1923 μ. και λέγεται πως το όνομά της το πήρε όταν στις παγωμένες πλαγιές της σαράντα άτομα που γύριζαν από ένα γάμο πέθαναν από το κρύο.
Σε υψόμετρο 1740 μ. βρίσκεται το ορειβατικό καταφύγιο της Γραμμένης Οξυάς, “Λ. Ευταξίας”.
Είναι δυναμικότητας 40 ατόμων, έχει οργανωμένη κουζίνα, εσωτερικές τουαλέτες και ομολογουμένως βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση, το οποίο είναι χτισμένο στο διάσελο Γαρδικίου-Γραμμένης Οξυάς, στη θέση Καρβουνόλακκα.
Από το καταφύγιο ξεκινά μια πεζοπορική διαδρομή μήκους 17 χιλιομέτρων και διάρκειας 6 ωρών περίπου, με κατάληξη τη θέση “Κοκκάλια” (όπου υπάρχει μνημείο προς τιμή της νίκης των Αιτωλών σε βάρος των Γαλατών το 279 π.Χ.). Πρόκειται ουσιαστικά για διάσχιση της κορυφογραμμής της Γραμμένης Οξυάς.
Η αρχική ονομασία του χωριού ήταν Σιτίστα, πιθανότατα λόγω των σιτηρών της περιοχής και με βασιλικό διάταγμα, το 1927, το χωριό μετονομάστηκε σε Γραμμένη Οξυά.
Ορεινό, γνήσιο ρουμελιώτικο χωριό, σκαρφαλωμένο στις ανατολικές πλαγιές του όρους Οξυάς, απλώνεται μέχρι τον ποταμό Εύηνο.
Διάφορα κεραμικά, πιθάρια, λαξευμένες πέτρες, ενεπίγραφες πλάκες, ίχνη παλιού πήλινου υδραγωγείου και εμφανή ερείπια κτισμάτων οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η περιοχή αυτή κατοικούνταν από τα αρχαία χρόνια.
Η μάχη εναντίων των Γαλατών στα ''Κοκκάλια''.
Το 279 π.Χ. πολυάνθρωπη στρατιά Γαλατών (200.000) με αρχηγό τον Βρέννο Β’ πραγματοποίησε εισβολή στη Μακεδονία και προχώρησε στη Θεσσαλία, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα πάντα. Μπροστά στον κίνδυνο συμμαχούν τότε οι ελεύθερες πόλεις της κεντρικής Ελλάδας (Αιτωλία, Βοιωτία, Λοκρίδα, Φωκίδα, Μέγαρα και Αθήνα) και αναθέτουν την αρχηγία του ελληνικού στρατού (30.000 περίπου) στον Αθηναίο στρατηγό Κάλλιππο τον Μοιροκλέους. Οι Γαλάτες, έχοντας ως πρώτο στόχο το Μαντείο των Δελφών, όπου υπήρχαν θησαυροί, κατέβηκαν από τη Θεσσαλία στη Φθιώτιδα και, αφού πέρασαν το Σπερχειό, λεηλάτησαν την Ηράκλεια και επιτέθηκαν στους Έλληνες που είχαν πάρει θέσεις στο στενό των Θερμοπυλών. Στη σύγκρουση οι Έλληνες, αν και ήταν πολύ λιγότεροι, αντιστάθηκαν με γενναιότητα και ανάγκασαν τους Γαλάτες να υποχωρήσουν.
Ο Βρέννος, τότε, για να εξασθενήσει την παράταξη των Ελλήνων, έστειλε, για αντιπερισπασμό, 40.000 Γαλάτες εναντίον της Αιτωλίας με την ελπίδα ότι έτσι θα αναγκάζονταν οι Αιτωλοί να φύγουν από τις Θερμοπύλες για να υπερασπιστούν τη χώρα τους. Οι βάρβαροι βρήκαν τη χώρα των Αιτωλών ανυπεράσπιστη και διέπραξαν φοβερά ανοσιουργήματα. Όταν οι Γαλάτες ολοκλήρωσαν την καταστροφή, επέστρεψαν από τον ίδιο δρόμο για να συναντήσουν το κύριο σώμα του βαρβαρικού στρατού στις Θερμοπύλες.
Αλλά ο ίδιος δρόμος τους έφερε πάλι στον φυσικό αυχένα (τα Κοκκάλια), από τον οποίο είχαν εισβάλει στην Αιτωλία. Εκεί ομώς βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις 8.000 Αιτωλούς που κατέφθασαν από τις Θερμοπύλες, αλλά και οι Καλλιείς όπως και οι άλλοι Ευρυτάνες καταδίωξαν τους επιδρομείς. Ο Παυσανίας λέει ότι στην καταδιωκτική εκστρατεία πήραν μέρος εθελοντικά και γυναίκες, γιατί μισούσαν τους Γαλάτες περισσότερο από τους άνδρες.
Η σύγκρουση υπήρξε σφοδρότατη και συνεχίστηκε για μέρες καθώς οι Γαλάτες είχαν κυκλωθεί και οι περισσότεροι εξοντώθηκαν από τους Αιτωλούς. Λείψανα από τη φονικότατη εκείνη μάχη, απειράριθμα θρυμματισμένα κόκκαλα βρίσκονται σκορπισμένα στο έδαφος, έδωσαν στην τοποθεσία την ονομασία “ΚΟΚΚΑΛΙΑ”.
Όσοι από τους Γαλάτες κατόρθωσαν να σωθούν, έτρεξαν να περάσουν το Σπερχειό, για να ενωθούν με το κύριο σώμα του βαρβαρικού στρατού στις Θερμοπύλες. Εκεί όμως τους περίμεναν οι Θεσσαλοί και οι Μαλιείς και τους εξόντωσαν όλους.
Ο κύριος όγκος των Γαλατών στις Θερμοπύλες, αν και διέσπασαν την άμυνα των Ελλήνων με κυκλωτικό ελιγμό μέσω της Οίτης και βάδισαν εναντίον των Δελφών, δεν είχαν καλύτερη τύχη, γιατί νικήθηκαν. Ο ίδιος ο Βρέννος, αφού αρχικά τραυματίστηκε, στη συνέχεια αυτοκτόνησε. Οι υπόλοιποι Γαλάτες επιστρέφοντας μέσω Θεσσαλίας προς τη Μακεδονία και Θράκη, αποδεκατίστηκαν από την πείνα, το κρύο και συνεχείς επιθέσεις.
Την περίοδο της τουρκοκρατίας, η Γραμμένη Οξυά ήταν το λημέρι Κλεφτών και Αρματολών. Και το 1794, στο διάσελο της Γραμμένης Οξυάς, έγιναν μάχες στρατό του Μαχμούτ Πασά των Ιωαννίνων. Οι μάχες συνεχίστηκαν στο μοναστήρι της Στάγιας, κοντά στις πηγές του Εύηνου ποταμού.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1828, στη θέση "Ρίπα" έγινε η μάχη της Γραμμένης Οξυάς, όπου ο τουρκικός στρατός νικήθηκε από τους Έλληνες και υποχώρησε στο Γαρδίκι.
Άμπλιανη
Η Άμπλιανη είναι οικισμός του Νομού Ευρυτανίας με πληθυσμό 13 κατοίκους, εκ των οποίων οι μόνιμοι τη χειμερινή περίοδο είναι ακόμη λιγότεροι. Το 1928 μετονομάστηκε σε Σταυροπήγιο, ενώ το 1984 μετονομάστηκε ξανά σε Άμπλιανη.
Βρίσκεται στα νότια του νομού και είναι κτισμένη σε υψόμετρο 1.220 μέτρων. Ανήκει στονΔήμο Καρπενησίουκαι απέχει περίπου 62 χλμ από το Καρπενήσι και 31 χιλιόμετρα από το Κρίκελλο.
Το τοπωνύμιο «Σταυροπήγιο» αναφέρεται σε σταυροπηγιακή μονή, η οποία υπήρχε στην περιοχή κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Το σλαβικής (με επιφύλαξη) προέλευσης όνομα «Άμπλιανη» οφείλεται στους πολλούς αμπλάδες (μικρές πηγές με πολύ νερό) της περιοχής.
Η Άμπλιανη σύμφωνα με διάφορα ευρήματα πρέπει να υπήρχε ήδη κατά τη βυζαντινή εποχή. Κατά το έτος 1466/7 ο πληθυσμός της αποτελούταν από δεκατέσσερα νοικοκυριά.
Πριν την Επανάσταση του 1821, η Άμπλιανη ήταν ο μεγαλύτερος οικισμός της Ευρυτανίας μετά το Καρπενήσι.
Στην Κατοχή οι κάτοικοι του χωριού πήραν ενεργά μέρος στην Αντίσταση, πληρώνοντας και τις ανάλογες συνέπειες, καθώς οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό.