Αρτοτίνα
Η Αρτοτίνα είναι ορεινό χωριό που βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο της πρώην επαρχίας Δωρίδας, του νομού Φωκίδας.
Είναι χτισμένη σε πλαγιά, στους πρόποδες του βουνού Κόρακα(Βαρδούσια) και σε υψόμετρο 1.100 - 1.350 μέτρα (υψόμετρο της πλατείας του χωριού 1.180 μέτρα)μ και βρίσκεται σε απόσταση περίπου 310 χλμ. από την Αθήνα, 115 χλμ. από την Άμφισσα και 85 χλμ. από τη Ναύπακτο έχονταςπρόσβαση και από την περιοχή της Λαμίας.
Ο πληθυσμός της, σύμφωνα με την απογραφή του 2011, είναι 174 κάτοικοι.
Στην Αρτοτίνα υπάρχουν πάνω από 50 πηγές, ενώ απέναντι από τον οικισμό στα ανατολικά ορθώνεται σχεδόν κατακόρυφα ο κύριος όγκος του ορεινού συγκροτήματος των Βαρδουσίων, με την κορυφή Πυραμίδα να δεσπόζει σε υψόμετρο 2.350 μέτρα.
Πολλά σημεία του βουνού είναι κατάλληλα για ορειβασία και ορισμένες από τις δυτικές κορυφές είναι προσβάσιμες και από την Αρτοτίνα.
Ο ορεινός όγκος είναι καλά ορατός από το χωριό και ιδίως τη πλατεία του χωριού, γι αυτό η Αρτοτίνα αναφέρεται πολλές φορές ως "μπαλκόνι των Βαρδουσίων".
Για την ονομασία της Αρτοτίνας η επικρατέστερη εκδοχή είναι πως σημαίνει Νέα Αρτα και κατοικήθηκε γύρω στο 1585 από διωχθέντες Ηπειρώτες.
Η Αρτοτίνα ερίζει μαζί με το χωριό Αθανάσιο Διάκο ( Άνω Μουσουνίτσα μέχρι το 1959) σχετικά με το ποιο χωριό είναι η γενέτειρα του Αθανασίου Διάκου. Είναι η πατρίδα πολλών άλλων οπλαρχηγών και καπεταναίων της Επαναστάσεως του 1821 γι' αυτό και παλαιότερα την αποκαλούσαν "καπετανοχώρι" της Δωρίδας.
Η Αρτοτίνα στην επανάσταση του 1821 άργησε να ελευθερωθεί, εξ΄ αιτίας της ισχυρής τουρκικής φρουράς που διέθετε. Τελικά αυτό έγινε από τον Κίτσο Τζαβέλα το 1828.
Το 1912 αναγνωρίστηκε σαν Κοινότητα και ήταν έδρα σταθμού χωροφυλακής και είχε μόνιμο ειρηνοδικείο ως το 1946.
Ένα σημαντικό αξιοθέατο του χωριού είναι η Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου - το μοναστήρι στο οποίο καλογέρεψε ο Αθανάσιος Διάκος προτού ξεχυθεί στο αρματολίκι.
Επίσης, στην Αρτοτίνα λειτουργεί το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Αρτοτίνας, το οποίο ήταν το αρχοντικό οπλαρχηγού Σαφάκα που κτίστηκε το 1810 και το 1975 δόθηκε από τους κληρονόμους του στην κοινότητα για να στεγαστεί το μουσείο, ενώ το παλαιό κτίριο του σχολείου έχει συντηρηθεί στεγάζεται το Μουσείο Αθανασίου Διάκου.
Τα σπίτια του χωριού είναι κυρίως πετρόχτιστα, δίπατα, με κεραμοσκεπές και τα παλιότερα, με παραδοσιακές σκεπές, από σχιστόλιθο (στερφογάλαρα), που οι ντόπιοι τεχνίτες έδιναν το χαρακτηριστικό ύφος της Αρτοτίνας.
Υπήρξε κατεξοχήν κτηνοτροφικό χωριό και λιγότερο γεωργικό λόγω της γεωφυσικής θέσης της. Το 1941 είχε περίπου 33.000 αιγοπρόβατα και 11.000 οικόσιτα.
Αξίζει να επισημανθεί ότι παλαιότερα υπήρχαν μεγάλες καλλιέργειες σε όσπρια, κρασί, καλαμπόκι ενώ η ξυλεία είναι άφθονη από τα γύρω δάση.
Γραμμένη Οξυά
Η Γραμμένη Οξυά είναι ορεινό χωριό που βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο της πρώην επαρχίας Ναυπακτίας του Νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται κτισμένη σε υψόμετρο 1.160 μέτρων, στις βορειοδυτικές πλαγιές των Βαρδουσίων και είναι ένα από τα ορεινότερα χωριά της Αιτωλοακαρνανίας και της Ελλάδας. Ανήκει στον Δήμο Ναυπακτίας και έχει πληθυσμό 291 κατοίκους.
Με το ίδιο όνομα ορίζεται και ο εκτεταμένος ορεινός όγκος που περιβάλει το χωριό, στα σύνορα των νομών Αιτωλοακαρνανίας, Φθιώτιδας και Ευρυτανίας, ο οποίος περιβάλλεται από ταΒαρδούσια και τη Γκιώνα στα νοτιοανατολικά, το Βελούχι (Τυμφρηστό) στα βόρεια και την Καλιακούδα στα δυτικά.
Το βουνό πήρε το όνομά του από το δέντρο Οξυά που φύεται εκεί και το δάσος που φιλοξενείται στις πλαγιές του αποτελεί το νοτιότερο δάσος οξυάς στην Ευρώπη.
Η ψηλότερη κορυφή του, η Σαράνταινα, έχει υψόμετρο 1923 μ. και λέγεται πως το όνομά της το πήρε όταν στις παγωμένες πλαγιές της σαράντα άτομα που γύριζαν από ένα γάμο πέθαναν από το κρύο.
Σε υψόμετρο 1740 μ. βρίσκεται το ορειβατικό καταφύγιο της Γραμμένης Οξυάς, “Λ. Ευταξίας”.
Είναι δυναμικότητας 40 ατόμων, έχει οργανωμένη κουζίνα, εσωτερικές τουαλέτες και ομολογουμένως βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση, το οποίο είναι χτισμένο στο διάσελο Γαρδικίου-Γραμμένης Οξυάς, στη θέση Καρβουνόλακκα.
Από το καταφύγιο ξεκινά μια πεζοπορική διαδρομή μήκους 17 χιλιομέτρων και διάρκειας 6 ωρών περίπου, με κατάληξη τη θέση “Κοκκάλια” (όπου υπάρχει μνημείο προς τιμή της νίκης των Αιτωλών σε βάρος των Γαλατών το 279 π.Χ.). Πρόκειται ουσιαστικά για διάσχιση της κορυφογραμμής της Γραμμένης Οξυάς.
Η αρχική ονομασία του χωριού ήταν Σιτίστα, πιθανότατα λόγω των σιτηρών της περιοχής και με βασιλικό διάταγμα, το 1927, το χωριό μετονομάστηκε σε Γραμμένη Οξυά.
Ορεινό, γνήσιο ρουμελιώτικο χωριό, σκαρφαλωμένο στις ανατολικές πλαγιές του όρους Οξυάς, απλώνεται μέχρι τον ποταμό Εύηνο.
Διάφορα κεραμικά, πιθάρια, λαξευμένες πέτρες, ενεπίγραφες πλάκες, ίχνη παλιού πήλινου υδραγωγείου και εμφανή ερείπια κτισμάτων οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η περιοχή αυτή κατοικούνταν από τα αρχαία χρόνια.
Η μάχη εναντίων των Γαλατών στα ''Κοκκάλια''.
Το 279 π.Χ. πολυάνθρωπη στρατιά Γαλατών (200.000) με αρχηγό τον Βρέννο Β’ πραγματοποίησε εισβολή στη Μακεδονία και προχώρησε στη Θεσσαλία, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα πάντα. Μπροστά στον κίνδυνο συμμαχούν τότε οι ελεύθερες πόλεις της κεντρικής Ελλάδας (Αιτωλία, Βοιωτία, Λοκρίδα, Φωκίδα, Μέγαρα και Αθήνα) και αναθέτουν την αρχηγία του ελληνικού στρατού (30.000 περίπου) στον Αθηναίο στρατηγό Κάλλιππο τον Μοιροκλέους. Οι Γαλάτες, έχοντας ως πρώτο στόχο το Μαντείο των Δελφών, όπου υπήρχαν θησαυροί, κατέβηκαν από τη Θεσσαλία στη Φθιώτιδα και, αφού πέρασαν το Σπερχειό, λεηλάτησαν την Ηράκλεια και επιτέθηκαν στους Έλληνες που είχαν πάρει θέσεις στο στενό των Θερμοπυλών. Στη σύγκρουση οι Έλληνες, αν και ήταν πολύ λιγότεροι, αντιστάθηκαν με γενναιότητα και ανάγκασαν τους Γαλάτες να υποχωρήσουν.
Ο Βρέννος, τότε, για να εξασθενήσει την παράταξη των Ελλήνων, έστειλε, για αντιπερισπασμό, 40.000 Γαλάτες εναντίον της Αιτωλίας με την ελπίδα ότι έτσι θα αναγκάζονταν οι Αιτωλοί να φύγουν από τις Θερμοπύλες για να υπερασπιστούν τη χώρα τους. Οι βάρβαροι βρήκαν τη χώρα των Αιτωλών ανυπεράσπιστη και διέπραξαν φοβερά ανοσιουργήματα. Όταν οι Γαλάτες ολοκλήρωσαν την καταστροφή, επέστρεψαν από τον ίδιο δρόμο για να συναντήσουν το κύριο σώμα του βαρβαρικού στρατού στις Θερμοπύλες.
Αλλά ο ίδιος δρόμος τους έφερε πάλι στον φυσικό αυχένα (τα Κοκκάλια), από τον οποίο είχαν εισβάλει στην Αιτωλία. Εκεί ομώς βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις 8.000 Αιτωλούς που κατέφθασαν από τις Θερμοπύλες, αλλά και οι Καλλιείς όπως και οι άλλοι Ευρυτάνες καταδίωξαν τους επιδρομείς. Ο Παυσανίας λέει ότι στην καταδιωκτική εκστρατεία πήραν μέρος εθελοντικά και γυναίκες, γιατί μισούσαν τους Γαλάτες περισσότερο από τους άνδρες.
Η σύγκρουση υπήρξε σφοδρότατη και συνεχίστηκε για μέρες καθώς οι Γαλάτες είχαν κυκλωθεί και οι περισσότεροι εξοντώθηκαν από τους Αιτωλούς. Λείψανα από τη φονικότατη εκείνη μάχη, απειράριθμα θρυμματισμένα κόκκαλα βρίσκονται σκορπισμένα στο έδαφος, έδωσαν στην τοποθεσία την ονομασία “ΚΟΚΚΑΛΙΑ”.
Όσοι από τους Γαλάτες κατόρθωσαν να σωθούν, έτρεξαν να περάσουν το Σπερχειό, για να ενωθούν με το κύριο σώμα του βαρβαρικού στρατού στις Θερμοπύλες. Εκεί όμως τους περίμεναν οι Θεσσαλοί και οι Μαλιείς και τους εξόντωσαν όλους.
Ο κύριος όγκος των Γαλατών στις Θερμοπύλες, αν και διέσπασαν την άμυνα των Ελλήνων με κυκλωτικό ελιγμό μέσω της Οίτης και βάδισαν εναντίον των Δελφών, δεν είχαν καλύτερη τύχη, γιατί νικήθηκαν. Ο ίδιος ο Βρέννος, αφού αρχικά τραυματίστηκε, στη συνέχεια αυτοκτόνησε. Οι υπόλοιποι Γαλάτες επιστρέφοντας μέσω Θεσσαλίας προς τη Μακεδονία και Θράκη, αποδεκατίστηκαν από την πείνα, το κρύο και συνεχείς επιθέσεις.
Την περίοδο της τουρκοκρατίας, η Γραμμένη Οξυά ήταν το λημέρι Κλεφτών και Αρματολών. Και το 1794, στο διάσελο της Γραμμένης Οξυάς, έγιναν μάχες στρατό του Μαχμούτ Πασά των Ιωαννίνων. Οι μάχες συνεχίστηκαν στο μοναστήρι της Στάγιας, κοντά στις πηγές του Εύηνου ποταμού.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1828, στη θέση "Ρίπα" έγινε η μάχη της Γραμμένης Οξυάς, όπου ο τουρκικός στρατός νικήθηκε από τους Έλληνες και υποχώρησε στο Γαρδίκι.