1. Central Greece (Delphi - Karpenisi)
The 1st section is located within the boundaries of historical and geographical Roumeli. The trail extends on the slopes of Western Parnassos, stretches over Mount Gkiona, Vardousia Mts., the Mountains Sarantaina (Oxya) and Kaliakouda, ending up in Karpenisi at the feet of mountain Velouchi.
Η ενότητα των ΒΔ Συνόρων καλύπτεται κυρίως από τον ορεινό όγκο του Γράμμου και της περιοχής των Πρεσπών.
Γεωγραφικά & ιστορικά στοιχεία:
Ο Γράμμος (αλβανικά: Gramoz, αρωμανικά: Gramosta) είναι το τέταρτο υψηλότερο βουνό της Ελλάδας μετά τον Όλυμπο, τον Σμόλικα και τον Βόρα, με την υψηλότερη κορυφή του («Τσούκα Πέτσικ») να φτάνει σε υψόμετρο 2.520 μέτρων. Άλλες υψηλές κορυφές του Γράμμου είναι το Περήφανο (2.444 μ.) το Διάσελο (2.393 μ.), η Επάνω Αρρένα (2.192 μ.), η Κάτω Αρρένα (2.075 μ.), η Μαύρη Πέτρα (2.169 μ.) και ο Μπανταρός (2.036 μ.).
Ο όγκος του βρίσκεται στα ελληνοαλβανικά σύνορα και καταλαμβάνει το βορειοανατολικό τμήμα του νομού Ιωαννίνων, το νοτιοδυτικό του νομού Καστοριάς και ένα τμήμα της νοτιοανατολικής Αλβανίας. Στα ανατολικά του από την ελληνική πλευρά περικλείεται από τον Σμόλικα και το Βόιο. Ουσιαστικά είναι τμήμα της ευρύτερης οροσειράς της Πίνδου που καταλαμβάνει ολόκληρη την δυτική Ελλάδα. Είναι σκεπασμένος από πυκνά δάση και από αυτόν ξεκινούν πολλά υδάτινα ρεύματα όπως ο Αλιάκμονας, ο μεγαλύτερος σε μήκος ποταμός της Ελλάδας που πηγάζει σε ελληνικό έδαφος.
Ο Γράμμος έχει χαραχτεί έντονα στην ιστορική μνήμη, καθώς εκεί εκτυλίχθηκε κατά το 1948-1949 η τελική και σκληρότερη φάση του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, που οδήγησε στην οριστική ήττα του Δημοκρατικού Στρατού από τον Εθνικό Στρατό.
Εκεί βρίσκεται και Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης, με εκθεσιακούς χώρους και ερευνητικές υποδομές, το οποίο έχει στόχο να αποτυπώσει το παρελθόν και να βοηθήσει στην κατανόησή του, αλλά παράλληλα, να αναδείξει τον περιβαλλοντικό πλούτο του Γράμμου, εστιάζοντας στις δυνατότητες του παρόντος και στη δυναμική του μέλλοντος και θέτοντας στόχους ανάπτυξης με την προσοχή και ευαισθησία που δικαιούται αυτός ο ορεινός όγκος.
Οι Πρέσπες αποτελούν τριεθνή ορεινή λιμναία περιοχή στα βορειοδυτικά σύνορα της Ελλάδας με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, η οποία είναι διάσημη για το φυσικό της κάλλος.
Βρίσκονται σε υψόμετρο 857 μέτρων η Μικρή Πρέσπα και περίπου 852 μέτρα η Μεγάλη. Η Μεγάλη Πρέσπα που χωρίζεται ανάμεσα στην Ελλάδα, τη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία και την Μικρή Πρέσπα η οποία ανήκει κυρίως στην Ελλάδα (τα 43,5 περίπου τ.χλμ.) ενώ το μικρότερο τμήμα της (λιγότερο από 4 τ.χλμ.), προς τα δυτικά, ανήκει στην Αλβανία. Λόγω της καθόδου της στάθμης του νερού στη Μικρή Πρέσπα, το μέρος που ανήκει στην Αλβανία, έχει σχεδόν εξαφανιστεί.
Τις λίμνες περιβάλουν οι ορεινοί όγκοι του Βαρνούντα ανατολικώς και του Τρικλαρίου(Σφήκα) νοτίως, ενώ βορείως ο ορεινός όγκος του Ξεροβουνίου (σλ. Σούβα Γκόρα 1.857 μ.) και της Γκαλιτσίτσας (2.288 μ.), χωρίζει την Αχρίδα από την Μεγάλη Πρέσπα. Η Μεγάλη Πρέσπα, υπό τον μεγάλο ορεινό όγκο που την περιβάλλει, όπως και όλη η γύρω περιοχή, επικοινωνεί υπόγεια με την λίμνη της Αχρίδος, και κατά καιρούς την στάθμη των υδάτων τους μεταβάλλεται.
Η λεκάνη των Πρεσπών σχηματίστηκε από τεκτονικές υφέσεις πιθανότατα κατά τη διάρκεια της Τριτογενούς γεωλογικής εποχής (1-70 εκατομμύρια χρόνια πριν).
Αρχικά δημιουργήθηκε μια μόνο λίμνη, η Πρέσπα, στη συνέχεια όμως κατά τις τελευταίες δεκάδες χιλιάδες χρόνια, οι εναποθέσεις του ρύακα που διέρχεται από την Κοιλάδα του Αγίου Γερμανού σε συνδυασμό με τη δράση των νερών της λίμνης, δημιούργησαν σιγά-σιγά μια αμμώδη λωρίδα γης που διαχώρισε ένα ρηχό βραχίονα, δημιουργώντας τη λίμνη Μικρή Πρέσπα. Έτσι, οι δύο λίμνες διαχωρίζονται από μια αβαθή λωρίδα αμμώδους γης, μήκους περίπου 4 χλμ. και πλάτους 200–1000 μ.
Η Πρέσπα και συγκεκριμένα μια έκτασή της συνολικής εκτάσεως 256,9 τ. χλμ. είχε ήδη ανακηρυχθεί ως «Εθνικός Δρυμός Πρεσπών» από το 1974.
Την επόμενη χρονιά, το 1975, ονομάστηκε επίσημα «Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους», ενώ στις 21 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, τέθηκε σε ισχύ στην Ελλάδα η ένταξη της Μικρής Πρέσπας στην Συνθήκη Ramsar ως υγροβιοτόπου διεθνούς ενδιαφέροντος.
Το 1991 δημιουργήθηκε η Εταιρία Προστασίας Πρεσπών με τη βοήθεια της WWF που στήριξε τις προσπάθειες του τοπικού πληθυσμού να αναδείξουν και να προστατέψουν το φυσικό πλούτο της περιοχής τους.
Σημαντικό τμήμα του Εθνικού Δρυμού καθώς και του Όρους Βαρνούντα συγκαταλέγεται στο Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο «NATURA 2000».
Το 2009 ο Εθνικός Δρυμός Πρεσπών αντικαταστάθηκε από μια ευρύτερη του 1974 προστατευόμενη περιοχή συνολικής εκτάσεως 327 τ.χλμ. με τον τίτλο «Εθνικό Πάρκο Πρεσπών».
Λοιπά Εθνικά Πάρκα των Πρεσπών
Αντίστοιχα με την Ελληνική επικράτεια λειτουργούν παράλληλα, το Εθνικό Πάρκο Πρεσπών της Αλβανίας και από πλευράς Βόρεια Μακεδονίας () το Εθνικό Πάρκο Galichica ανάμεσα στην Μεγάλη Πρέσπα και την Αχρίδα, που ιδρύθηκε το 1958 με έκταση 250 τ. χλμ., το Εθνικό Πάρκο του Pelister στα σύνορα με την Ελλάδα, που ήταν το πρώτο σχετικό Εθνικό Πάρκο της πρώην Γιουγκοσλαβίας ιδρυμένο από το 1948 και με έκταση 125 τ. χλμ. και το Ορνιθολογικό Καταφύγιο του Εζέρανι με έκταση 20,8 τ.χλμ., το οποίο μαζί με το τμήμα της Μεγάλης Πρέσπας που ανήκει στην Β.Μ. εντάσσονται επίσης στην Συνθήκη Ραμσάρ.
Οι Πρέσπες ως Λίμνες και οικοσυστήματα
Η Μικρή Πρέσπα χαρακτηρίζεται ως μεσοτροφική λίμνη, περιβάλλεται δε από σημαντικές εκτάσεις με καλαμιώνες και έχει μικρότερο βάθος από τη Μεγάλη. Υπάρχουν περίοδοι που παρατηρείται σε συνθήκες ακραίου ψύχους το πάγωμα της λίμνης. Έχει έκταση περίπου 47 τ.χλμ.
Η Μεγάλη Πρέσπα θεωρείται ολιγοτροφική λίμνη, το ανώτερο βάθος της ξεπερνάει τα 50 μέτρα, ενώ η έκτασή της αγγίζει τα 272 τ. χλμ., εκ των οποίων λιγότερα από 40 ανήκουν στην Ελληνική επικράτεια. Συχνό είναι το φαινόμενο του κυματισμού, ενώ σε γενικές γραμμές τα νερά της δεν παγώνουν.
Στις Πρέσπες απαντούν πάνω απο 40 είδη θηλαστικών, περί τα 260 είδη πτηνών, 11 αμφιβίων, 20 είδη ερπετών και 15 είδη ιχθύων, ενώ στην πλούσια χλωρίδα της περιλαμβάνονται περισσότερα από 1300 είδη φυτών και μια συστάδα υπεραιωνόβιων βουνοκυπάρισσων.
Όσον αφορά στην πτηνοπανίδα σημαντικότερη θεωρείται η παρουσία των δύο ειδών πελεκάνου, ροδοπελεκάνου και αργυροπελεκάνου, ιδιαίτερα του δευτέρου, που είναι σπάνιο είδος παγκοσμίως.